Πέμπτη 30 Αυγούστου 2012

ΜHΝYΜΑ ΑΝΑΓΝΩΣΤΡΙΑΣ


Στο άγνωστο με βάρκα την καβάτζα;
… σ’αυτόν τον τόπο όσοι αγαπούνε
τρώνε βρώμικο ψωμί…

Σε μία παρασιτική κοινωνία, που έμαθε διαχρονικά να στηρίζει την ευμάρειά της σε «ξένα κόλλυβα» (από την αντιπαροχή και τα εμβάσματα, στα ευρωπαϊκά κονδύλια και τη μαύρη εργασία), ο πολιτικός και δη ο προεκλογικός διάλογος δεν μπορεί παρά να στρέφεται διαρκώς γύρω από την εξασφάλιση αυτού του τρόπου ζωής. Τα διάφορα κόμματα, γνωρίζοντας πως η επιβίωσή τους στηρίζεται στην ψήφο των εκτεταμένων μεσαίων στρωμάτων, αποφεύγουν την πικρή αλήθεια (ότι το πάρτυ τελείωσε) και αναζητούν δισεκατομμύρια από το πουθενά για να στηρίξουν την αναπαραγωγή του παρασιτισμού. Κανείς δεν αναλαμβάνει το πολιτικό κόστος να παραδεχθεί πως έχει τελειώσει το οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο της Μεταπολίτευσης, αυτό που συνοψίζει χαρακτηριστικά ο αρχετυπικός νεοέλληνας: ο τηλεοπτικός «Ακάλυπτος». Είναι καιρός, όμως, να το πάρουμε επιτέλους χαμπάρι : Λεφτά ΔΕΝ υπάρχουν! Ούτε στα κρατικά ταμεία, ούτε στα πετρέλαια του Αιγαίου, ούτε στις τσέπες των εφοπλιστών, ούτε στην Εκκλησία, ούτε στους Ρώσους και τους Κινέζους, ούτε στη Βενεζουέλα, ούτε στις αεριτζίδικες επενδύσεις της πράσινης ανάπτυξης. Λεφτά θα υπάρξουν, όσα υπάρξουν, όταν θα αποκτήσουμε μια ΑΥΤΟΝΟΜΗ οικονομία σε μία ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ πατρίδα.

Ο παρασιτισμός οδηγεί στην εξάρτηση. Δεν μπορείς να πας κόντρα στη Μέρκελ όταν περιμένεις να σου στείλει τους τουρίστες της για να φας ένα πιάτο φαί. Δεν κάνεις τον νταή στην Ευρώπη όταν περιμένεις τα ευρωπαϊκά κονδύλια για να ζήσεις. Δεν φέρνεις ανάπτυξη με αρπαχτές στο χρηματιστήριο και με κρατικές προμήθειες. Δ εν φτιάχνεις οικονομία με τον μετανάστη-δούλο στο χωράφι και τον αγρότη-εισοδηματία στο καφενείο. Ούτε μπορείς να πουλάς επανάσταση, όταν στηρίζεις την ταξική σου αναπαραγωγή στα λεφτά του κράτους (στα λεφτά, δηλαδή, των άλλων, ασθενέστερων, τάξεων) και των ευρωπαϊκών προγραμμάτων.
Μην ψάχνουμε, λοιπόν, να βρούμε πως θα πάρουμε 2000 ευρώ μισθό, γιατί δεν θα τα πάρουμε (εκτός κι αν τα πάρουμε από κάποιον άλλο). Ας ψάξουμε να βρούμε πως θα μπορέσουμε, με τα 500 που θα παίρνουμε να ζούμε σαν άνθρωποι. Και αυτό δεν έχει να κάνει με το επίπεδο καταναλωτικής ευμάρειας αλλά πρωτίστως με το τι είδους κοινωνία θα χτίσουμε. Και εκεί δεν χωράει η νοοτροπία του «κράτους-μπαμπά» και του «δώσε και μένα μπάρμπα». Δεν χωράει η μποέμ καλοπέραση των βορείων προαστείων, ο κοσμοπολιτισμός των μεσοστρωμάτων, τα Λονδίνα και τα Βερολίνα και οι Βαρκελώνες. Δεν χωράνε τα επιχειρηματικά πλάνα των παράσιτων του Κολωνακίου και του Politeia tennis club. Ούτε, βέβαια, χωράει η κτηνωδία μιας διαλυμένης κοινωνίας τρομαγμένων γερόντων και ψυχωτικών εφήβων, με το όπλο στο χέρι, που σφραγίζουν την μοναξιά τους πίσω από πόρτες ασφαλείας, συναγερμούς, αυτόκλητους σεκιουριτάδες και ψυχανώμαλους μπράβους και πορτιέρηδες.

Στον κόσμο της αντίστασης και των πλατειών, προσπαθήσαμε να ψηλαφίσουμε την προοπτική ενός διαφορετικού τρόπου ζωής, μια διαφορετικής κοινωνίας, μιας διαφορετικής πατρίδας. Στον κόσμο της τηλεόρασης και του πολιτικού κατεστημένου μπορούμε απλώς να αναθέσουμε στον επόμενο απατεώνα να μας εξασφαλίσει λίγα «ξένα κόλλυβα» ακόμη, με αντίτιμο την ίδια μας την ζωή, την ίδια μας την κοινωνία, την ίδια μας πατρίδα. Στο χέρι μας είναι να διαλέξουμε σε ποιόν από τους δύο κόσμους θέλουμε να ζήσουμε. Να ξέρουμε, όμως, ότι οι δύο αυτοί κόσμοι δεν μπορούν να συνυπάρξουν.

Συνέχιση του παρασιτισμού, μέσα σε συνθήκες παγκόσμιας κρίσης και ανακατατάξεων δεν μπορεί να εξασφαλιστεί, παρά μόνο για ένα μικρό τμήμα του πληθυσμού. Μία μικρή ελίτ, αεριτζίδων και κομπραδόρων, μεγαλοαλαφουζοκαρχαριών και μικροτζιμερομαρίδων, κλεισμένη σε σιδερόφρακτα προάστια και ζώνες κοσμοπολίτικης ανάπτυξης αλά Μόντε Κάρλο, για να υποδέχονται τα γιοτ και τα ιδιωτικά τζετ των τουριστών, τις οφ-σορ και το μαύρο χρήμα, τις πουτάνες και τα ναρκωτικά. Η «βαριά βιομηχανία» (ή αλλιώς το καρκίνωμα) της Ελλάδας, ο τουρισμός, θα τροφοδοτεί προστατευμένες νησίδες ασφάλειας και κατανάλωσης (για παράδειγμα την Κρήτη ή το Ελληνικό). Και η υπόλοιπη χώρα; Καμένη γη. Ζώνες σύγχρονης δουλοκτησίας, εξαθλιωμένες μάζες να πουλάνε το βιος τους (ή το βιος του διπλανού τους) στη μαύρη αγορά για λίγα ευρώ (ή τούρκικες λίρες), σε ένα χάος πολέμου όλων εναντίον όλων, μία νεκρή ζώνη ανάμεσα στο «φρούριο Ευρώπη» και την ισλαμική Ανατολή.

Μόνη ελπίδα για την επιστροφή κάποιου στον «χαμένο παράδεισο» η είσοδος στην ελίτ αυτή, όχι πλέον «πατώντας πάνω σε πτώματα» μόνο, αλλά και πατώντας πάνω στο πτώμα της ίδιας του της χώρας. Η ένταξη στα παλιά τζάκια που θα επιβιώσουν και τα νέα που θα δημιουργηθούν, η προσκόλληση στους δυτικούς και ανατολικούς αφέντες, το κομπόδεμα στην Ελβετία που θα μας επιτρέπει να καλοπερνάμε όταν δίπλα μας θα σφάζονται για ένα κομμάτι ψωμί. Αφού έχουμε καβάτζα, ας καεί το παλιάμπελο (η χώρα) και βλέπουμε... Αλλά αυτό δεν μπορεί να αποτελέσει όραμα ενός λαού. Είτε το δεις από εθνική σκοπιά, είτε από ταξική.