Δευτέρα 3 Ιανουαρίου 2011

ANAMNHΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΛΙΑ-ΧΑΛΚΟΥΝΙΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΑ

Λαμπρή στην Παράβολα σημαίνει χαλκουνοπόλεμος. Η ιστορία των χαλκουνιών εδώ είναι τόσο παλιά όσο και η ζωή της Παράβολος. Οι παλιοί διηγούνταν πως και πολύ πριν από την Επανάσταση του 1821, όταν στο Παλιόκαστρο λειτουργούσε ακόμη το μοναστήρι της Θεοτόκου, οι καλόγεροι που μάζευαν από γύρω τους ξωμάχους και κατέβαιναν τη νύχτα στο Χοροστάσι, για να βγάλουν την Ανάσταση, πρώτοι αυτοί έβαζαν φωτιά στα χαλκούνια, και με τις γλώσσες της μανιασμένης φωτιάς φοβέριζαν τον Τούρκο, το Διάολο και τον κάθε προδότη της πατρίδας τους, καίγοντας συνάμα και ομοίωμα του Ιούδα.
Τις πιο μεγάλες δόξες μέχρι τον πόλεμο του 1940 γνώρισαν τα χαλκούνια της Παραβόλας, κατά την εικοσαετία ανάμεσα στους δύο παγκόσμιους πολέμους. Ήταν άλλωστε και η εποχή που η τιμή των καπνών είχε κάμει την Παράβολα «μικρό Παρίσι». Στα 1935 διορίστηκε στην ενορία του Αγίου Δημητρίου ο νεαρός παπα-Γιώργης Παπαπαναγιώτου. Μεγαλωμένος σε χωριό του Καρπενησίου είχε ακουστά για τα χαλκούνια του Βραχωριού και της περιοχής του και έτρεμε στην ιδέα πως θα έπρεπε να βγάλει το Ευαγγέλιο της Ανάστασης ανάμεσα στην κόλαση της φωτιάς. Μέσα Απριλίου και Σάββατο Λαζάρου απομεσήμερο. Ο Παπαγιώργης, τάχα για να γνωρίσει τον κάμπο, κατηφόρισε προς τη λίμνη Τριχωνίδα. Σ' όποια καλύβα θα άκουγε φωνές και χτύπους από γενί, θα πλησίαζε, θα χαιρετούσε τους νέους άνδρες και θα ρωτούσε να μάθει πώς γίνονταν τα χαλκούνια. Αυτός ήταν ο μύχιος σκοπός του περιπάτου του.
Στα Παλιάλωνα κοντά στη λίμνη ήταν μια καλύβα των Παναγαίων. Ο Λάμπρος Ακρίδας, ο Χρίστος Πανάγος, ο Χρίστος Μουτάφης (που σκοτώθηκε ηρωικά το 1941 στη Βόρειο Ήπειρο), ο Γρηγόρης Ακρίδας, που τον δολοφόνησαν οι Χίτες, κι ο ιδεολόγος Βαγγέλης Μαντζανάς (που ρημάχτηκε από τα βασανιστήρια και τις φυλακές), έφτιαχναν χαλκούνια. Όλοι πάλευαν με φτωχικά μέσα. Ήταν η συντροφιά των προλετάριων. Ο καθένας είχε και την ειδικότητά του: Ο Βαγγέλης έκοβε το χαρτόνι από κουτιά συσκευασίας και το τύλιγε στο λοστό, για να πάρει κυλινδρικό σχήμα. Ο Γρηγόρης έτριβε στο γουδί της μάνας του τα γρουμπούλια της δημητσανίτικης κουφομπάρουτης, ώσπου να γίνουν σκόνη. Ο Χρήστος Μουτάφης με τη λίμα τρόχιζε ένα σίδερο, για να βγάλει αλιμουδούρα, ενώ πρωτύτερα είχε τρίψει με το σφυρί και λίγο κεραμίδι. Ο Χρίστος Πανάγος έσφιγγε τους χαρτονένιους κάλυκες με βρεγμένο παλαμάρι, ώστε να κάμουν λαιμό. Κι ο Λάμπρος πάνω σε ένα σιδερένιο τραπέζι, που το είχε πάρει κρυφά ο Αριστείδης από το καφενείο του μπάρμπα του, του πρώην φιλοβενιζελικού δήμαρχου Μήτσου Σταμάτη, ανακάτευε τα υλικά προσθέτοντας και μπαρούτη κυνηγίου, λίγη "αγνή", που την είχαν αγοράσει από το μπακάλικο του Φώτη Στεργιαλή. Έτσι έφτιαναν το χαρμάνι, που έκανε τα χαλκούνια αψιά, σωστούς «θεοτήρες».
- Βλόγα μας, Παπά, να πετύχουν τα χαλκούνια μας, πρόφτασε να πει ξαφνιασμένος από την παρουσία του απροσδόκητου επισκέπτη ο σεβαστικός Χρίστος Πανάγος, πριν ο Παπάς τους χαιρετίσει.
- Τι κάνετε εδώ στα κρυφά, ευλογημένοι; Ξέρετε ότι τα σύνεργα αυτά του Διαβόλου είναι καταραμένα και πολλοί νέοι, αλλά και αθώοι πιστοί φωτοκαίγονται; Τι νόημα έχει να υποδεχόμαστε τον αναστημένο Χριστό μας με κόλαση φωτιάς; Παρατήστε τα και γυμναστείτε στο χορό, σαν παλικάρια που είστε, να χορέψετε ανήμερα της Λαμπρής στο Χοροοτάσι! Δίπλα από τον αρχιμάστορα Λάμπρο Ακρίδα στεκόταν βωβός μέχρι τότε και παρακολουθούσε ο αδελφός του Χρίστου Πανάγου, ο Χαράλαμπος, που πνίγηκε ο ατυχής στο πέλαγος της Τριχωνίδας κάπου το 1945. Ο Χαράλαμπος, διάβαζε εφημερίδες, άκουε σα μαθητής τις περί σοσιαλισμού θεω­ρίες του σπουδασμένου στο πανεπιστήμιο Αλέκου Μπαφούνη, είχε φωτογραφική μνήμη και καταπληκτική ετοιμότητα στις απαντήσεις του.
- Παπά, «κάθε τόπος και ζακόνι, κάθε μαχαλάς και τάξη». Έτσι δεν το λένε; Αι, λοιπόν: «Όχι όπως ήξερες νύφη, αλλά όπως ήβρες», πρόσθεσε με νόημα. Τούτα τα «καταραμένα σύνεργα του Διαβόλου» είναι τα δικά μας όπλα για να πολεμήσουμε το Διάβολο. Την τέχνη αυτή οι πατέρες μας την είχαν μάθει από κάποιους καλόγερους, που κόνευαν στο Παλιόκαστρο. Τούτη την τέχνη την έχει βλογημένη η Παναγιά η Παλιοκαστρίτισσα. Αλλά κι ο Αϊ-Δημήτρης δεν ευχαριστιέται τη Λαμπρή χωρίς πυρκαϊά από βελανιδιές στο προαύλιο της εκκλησιάς του και χωρίς χαλκουνοπόλεμο από τα παλικάρια του χωριού. Αντρας θα πει χαλκούνια. Όποιος φοβάται τη φωτιά ποτέ δε θα μπορέσει να σηκώσει τη γροθιά του ενάντια στο άδικο, την εκμετάλλευση και την τυραννία. Όποιου δεν του βαστάει ας φορεί φουστάνια.
Και χωρίς να χάσει καιρό βγάζει από την κωλότσεπη μια μεγάλη σαλιάρα και την ανάβει μπροστά στον Παπανιώργη. Ακολουθεί ο Αριστείδης ανάβοντας ένα σερσενκάια και μαζί ένα εκκωφαντικό βαρελότο. Φεύγει ο Παπάς και τον παίρνει από κοντά ο Χαράλαμπος.
- Παπά, θα σου καψαλίσω τα γένια, αν δεν ευλογήσεις τα χαλκούνια μας. Γέλασαν οι άλλοι, αλλά ο αδερφός του ο Χρίστος μάλωσε βαριά το Χαράλαμπο.
- Δεν έπρεπε να του μιλήσεις έτσι. Και τι υπαινιγμός ήταν εκείνος για γροθιές και για φουστάνια; Παπάς είναι και όπως φαίνεται είναι και μορφωμένος. Κάτι περισσότερο θα ξέρει από μας. Αλλά κι αν ακόμα δεν του αρέσουν τα χαλκούνια, θα τα συνηθίσει σιγά-σιγά, αρκεί να τον πάρουμε με το καλό.
- Βγαίνει ο Λάμπρος τρέχοντας και ψάχνει να ιδεί κατά πού στράφηκε ο Παπάς, θέλει να του ζητήσει συγγνώμη. «Εδώ παπάς εκεί παπάς, πού πάει ο παπάς;» γελάει παιγνιδιάρικα ο Χαραλάμπης.
- Ο Αριστείδης, που λάτρευε το Βενιζέλο,
εκείνες τις μέρες ήταν πολύ στενοχωρημένος, γιατί ο Προυσιώτης πολιτικός Γ. Κονδύλης κατέπνιξε στις αρχές Μαρτίου το κίνημα του Ναυτικού, που είχε σκοπό να κατεβάσει τον φιλοβασιλικό Τσαλδάρη από πρωθυπουργό και να επαναφέρει στην εξουσία τον υπέρμαχο της αβασίλευτης Δημοκρατίας Ελευθέριο Βενιζέλο.
- Ώρα είναι να κρατάει η σκούφια του Παπά από το σόι του Κονδύλη, είπε ο Αριστείδης συνοφρυωμένος. Γι' αυτό δεν του αρέσουν τα χαλκούνια. Ορέ παιδιά, σα σήμερα δεν έγινε η Έξοδος του Μεσολογγίου; Σάββατο Λαζάρου δεν ήταν και τότε;...
***
Ο Παπάς τάχυνε το βήμα και σα φοβισμένος, κοιτάζοντας ολόγυρα του, πήρε τη μεγαλόστρατα, ώσπου φτάνοντας στο Αλώνι του Κάντζιου άκουσε να χτυπάει δυνατότερα άλλο γενί. Μέσα στην καλύβα δούλευε άλλο συνεργείο χαλκουνοποιίας. Τούτοι οι χαλκουνοποιοί ήταν εφοδιασμένοι με εργαλεία και μηχανές. Ήταν η συντροφιά των νοικοκυρόπουλων. Ο Μιλτιάδης, ο μικρότερος γιος του μεγαλονοικοκύρη Κάντζιου, χαϊδεμένος και ανοιχτοχέρης, είχε φέρει από την Πάτρα, με τη μεσολάβηση του αδελφού της μάνας του φιλοβασιλικού στρατηγού Διονύση Χριστογιάννη, μόνιμου κάτοικου της Πάτρας, είκοσι παφίλες μπαρούτη. Με το φίλο του Λευτέρη Ακρίδα και τα ξαδέρφια του Γιώργο Χριστογιάννη, Αριστείδη Σταμάτη, Ξενοφώντα Σταμάτη και Θόδωρο Μπαφούνη, ακόμα και με δυο νεαρούς Τραγανιώτες, τον Λάμπρο Καραγιάννη και τον Λάμπρο Μπλατσάρα, είχαν στοιβάξει πάνω από διακόσια χαλκούνια και με πυρετό έδεναν κι άλλα χωρίς να παίρνουν ανάσα.
- Ποιος θα τα ρίξει όλα αυτά; ρώτησε ο παπα-Γιώργης ξαφνιασμένος και ευλογώντας τους συνάμα.
- Αυτά μονάχα; έκαμε ο Μιλτιάδης. Έλα τη Μεγάλη Παρασκευή, Παπά, να κάμεις το θάμα σου! Διακόσια πενήντα θα φύγουν για την Ευαγγελίστρα της Γουρνόλακκας, τρακόσια για του Ταξιάρχες της Τραγάνας, διακόσια για τον Αϊ-Γιώργη στα Λιγόστιανα κι άλλα διακόσια για την Αγία Παρασκευούλα του Αφράτου. Δικοί μας είναι όλοι αυτοί οι Άγιοι, και θα μας τιμωρήσουν βαριά, αν δεν τους μυρίσει η μπαρούτη στην Ανάσταση. Όσο για τον κατάδικο μας Αϊ-Δημήτρη; Αι, αυτός δε χορταίνει με όσα και να του ανάψουμε. Ήταν βλέπεις πολεμιστής η αφεντιά του, μεγάλη η χάρη του, έδωσε θάρρος μέσα στο στάδιο και στο Νέστορα να νικήσει το γίγαντα Λυαίο, αλλά λευτέρωσε και τη Θεσσαλονίκη μας. Του αρέσει η μπαρούτη της Δημητσάνας, γιατί την έχουν ευλογήσει ο Δημητσανίτης πατριάρχης Γρηγόριος ο Πέμπτος, που τον κρέμασαν οι Τούρκοι στην νότια Πύλη του Πατριαρχείου, ανήμερα της Λαμπρής στα 1821, αλλά και ο μπαρουτοκαπνισμένος επίσης Δημητσανίτης δεσπότης του '21, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός. Του αρέσει λοιπόν η μπαρούτη, όπως αρέσει στους μπεκρήδες το κρασί, θέλει να σφυρίζουν τα χαλκούνια σα σειρήνες βαποριών, θέλει να βογκάνε σα μαούνες, να μουγκρίζουν σαν ηφαίστεια, να σκάνε σα βόμβες και να γιομίζουν με εκτυφλωτικό φως τον ουρανό μας. Ο Παπα-Πώργης έβγαλε το καλυμμαύχι του και με άσπρο μαντήλι σπόγγισε τον ιδρώτα του. Ίδρωνε περισσότερο ακούγοντας από το νεαρό Μιλτιάδη τούτη τη θρησκευτική εξήγηση του εθνικο-τοπικού εθίμου των χαλκουνιών. Και πλησίασε, πήρε στα χέρια του ένα χαλκούνι, το έπιασε ωσάν να θέλει να μάθει πώς το κρατούν οι χαλκουνάδες την ώρα της μάχης και με το βλέμμα του αγκάλιασε φιλικά όλα τούτα τα παλι­κάρια. Ο Μιλτιάδης συνέχισε να ενημερώνει τον Παπά για τις ιδιαίτερες επιθυμίες του Παραβολιώτη Αϊ-Δημήτρη και για τις ευλογίες, τις οποίες επιδαψιλεύει στους πιστούς του, όταν κι εκείνοι του κάνουν το θέλημα:
- Τότε μονάχα μας αγαπάει ο Άγιος μας, -μεγάλη η χάρη του!-, και στέλνει προκοπή στα σπαρτά μας και στα ζωντανά μας και γίνεται ο ίδιος ασπίδα προστασίας για την υγεία όλων μας. Έτσι και φειδωλευτούμε, αγριεύει ο Άγιος και σαν έρθουν τα πρωτοβρόχια, ρημάζει το χωριό μας και τους γύρω τόπους με αστραποβόλια και δρολάπια. Αλλά και από τον Μάη μας τιμωρεί. Ξέρεις τα σύννεφα της ακρίδας, που αφάνισαν πέρυσι τα καπνά και τα αμπέλια; Ήταν γιατί η αστυνομία και ο δεσπότης από το Μεσολόγγι είχαν απαγορέψει τα χαλκούνια. Κάποιοι χωριανοί σκιάχτηκαν και δεν έριξαν πολλά χαλκούνια. Τα χαλκούνια, Παπά, καίνε κάθε κακό και καθαρίζουν τον τόπο μας από κάθε μόλεμα. Με τα καριοφίλια δεν ξεμόλεψαν τον τόπο μας από την Τουρκιά οι προγονοί μας; Τη φωτιά δεν είχαν και οι αρχαίοι να καθαρίζουν τον τόπο τους από κάθε κακό;. Κούνησε το κεφάλι ο Παπάς, φόρεσε το κα­λυμμαύχι του, χάιδεψε τα κατάμαυρα γένια του και σκεπτικός τους καλοβράδυασε.

Το βράδυ της Ανάστασης ο τότε Πρόεδρος της Κοινότητας, ο Σωτήρης Κολοκύθας, έπεισε και τον Παπαγιώργη και οδήγησαν τους πιστούς πάνω στο Χοροστάσι. Κάποιοι είχαν φκιάσει και «τρυπητά» χαλκούνια και τα ξαπολούσαν σαν ρουκέτες
στον ουρανό. Απ' αυτό το μπαλκόνι της Παραβόλας, το Χοροστάσι, αγνάντευαν οι πιστοί τα χωριά ολόγυρα στην Τριχωνίδα. Οι Ντεμιώτες, οι Μουσταφουλιώτες, οι Μαντανισσιώτες, οι Ζακονανίτες, οι Προστοβίτες, οι Γουριτσιάνοι, αλλά και από την άλλη μεριά της Τριχωνίδας: στα Σιταράλωνα, τη Γούστιανη, το Καλφινίκι, το Μαραθιά, τη Μακρυνού, την Καψοράχη, τη Μποτίνου, τη Μουρλέσια, τη Γαβαλού, τη Ματαράγκα, τη μεγάλη αντίζηλη της Παραβόλας- εκείνη είχε βλέπεις και ηλεκτρικό φωτισμό-, τους Παπαδάτες, το Κεράσοβο, το Ζευγαράκι, από όλα τα αντικρινά χωριά οι πιστοί αγνάντευαν το πανηγύρι της φωτιάς στο Χοροστάσι της Παράβολος. Η φωτιά αντιλάμπιζε και χόρευε πάνω στα νερά της λίμνης.
Το καλοκαίρι κύλησε χωρίς αρρώστιες και με πολλή σοδιά. Το φθινόπωρο η Παράβολα βραβευόταν στη Θεσσαλονίκη με το χρυσό μετάλλιο για την εξαιρετική ποιότητα των καπνών της. Τα βαρέλια γέμισαν με κρασί νιώτικο και το πανηγύρι του Αϊ-Δημήτρη κράτησε δεκαπέντε μέρες. Τα τρία ελαιοτριβεία, του Χριστογιάννη, του Κολοκύθα και του Κολοβού στη ζακονανίτικη Τραγάνα, έβγαζαν λάδι μέχρι το Φλεβάρη.
- Είδες, Παπαγιώργη, πάσο μας αγαπάει τώρα ο Αϊ-Δημήτρης; Τυχερός είσαι που έγινες ιερέας του! Να τον αγαπάς κι εσύ άσο κι εμείς και καλά θα τα πάμε, θα γίνεις δικός μας, παπάς της φτωχολογιάς, του είπε ο Χαραλάμπης, καθώς φιλώντας του το χέρι έπαιρνε μεταλαβιά την άλλη χρονιά, ανήμερα των Βαιώνε. θα δεις κι εφέτος τι έχει να γίνει στο χωριό μας.
Οι Παραβολιώτες αγάπησαν τον Παπά τους και εκείνος έκανε στραβά μάτια, όταν ακόμα κι ο Δεσπότης ο Ιερόθεος, μετά την Κατοχή, απαγόρευε τα χαλκούνια κομματιάζοντας με το τσεκούρι και Επιταφίους, ενώ κάποιος παπάς στη Μακρυνεία, μαλωμένος από το Δεσπότη του σαν δαρμένο ζώο, πέθαινε από συγκοπή καρδιάς τη Μεγάλη Παρασκευή! Ο δικός μας ο Παπαγιώργης όχι μόνο ξεπέρασε διπλωματικά τη διαταγή του δεσπότη, αλλά συνήθισε τα χαλκούνια σαν απαραίτητη κορύφωση στο θείο δράμα της Ανάστασης, και απόλαψε και τα παιδιά του, τον Πάνο και τον Κώστα, φοβερούς χαλκουνάδες.

Η Παράβολα όσο θα ζει, θα είναι με τα χαλκούνια της πάντα ανάμεσα στους πρώτους θεματοφύλακες τούτου του Βραχωρίτικου ωραίου εθίμου.